- ραντιέρης
- ο рантье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραντιέρης — και ρεντιέρης, ο, Ν εισοδηματίας, αυτός που το εισόδημά του προέρχεται από έγγεια πρόσοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rentier «εισοδηματίας»] … Dictionary of Greek
ραντιέρικος — η, ο, Ν [ραντιέρης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ραντιέρη … Dictionary of Greek